- μοιχόληπτος
- μοιχόληπτος, -ον (Α)1. αυτός που συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω να μοιχεύει2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτατα μοιχάγρια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτό-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιχοληπτία — μοιχοληπτία, η (Α) [μοιχόληπτος] (αττ. τ. αντί μοιχοληψία) η σύλληψη επ αυτοφώρω μοιχού ή μοιχαλίδας να μοιχεύονται … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek